- εκβιομηχανισμός
- ο1. εκβιομηχάνιση.2. η αντικατάσταση της βιοτεχνικής παραγωγής προϊόντων με βιομηχανική παραγωγή: Ο εκβιομηχανισμός της επιπλοποιίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.